70η ΜΠΕΡΛΙΝΑΛΕ: ΣΤΙΣ ΡΙΖΕΣ ΤΟΥ ΡΑΤΣΙΣΜΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΚΡΑΤΙΚΗΣ ΒΙΑΣ

304

Στις ρίζες μιας αστικής, ρατσιστικής τάξης, που και σήμερα συνεχίζει με την ίδια ωμότητα και την αντιμετώπιση των μαύρων της Βραζιλίας στρέφονται οι σκηνοθέτες Γκαετάνο Γκοτάρντο και Μάρκο Ντούτρα στην ταινία τους «Όλοι οι νεκροί» που είδαμε στο διαγωνιστικό τμήμα του 70ου κινηματογραφικού φεστιβάλ του Βερολίνου.

Η ταινία εστιάζει σε δυο βασικά οικογένειες, την αριστοκρατική οικογένεια Σοάρες και την αφρικανικής καταγωγής οικογένεια Νασιμέντο, στη Βραζιλία στα τέλη του 19ου αιώνα (και συγκεκριμένα τον Νοέμβριο του 1899, επέτειο της ανεξαρτησίας της χώρας), περίοδο όπου, με την ανεξαρτησία αλλά και την τότε πρόσφατη κατάργηση της δουλείας, οι αριστορατικές οικογένειες της χώρας αναγκάστηκαν να εγκαταλείψουν τα προνόμοιά τους και να ενταχθούν, συχνά κακήν κακώς, στην αστικη τάξη για να επιβιώσουν.

Αντίθετα, η οικογένεια Σοάρες, η μητέρα και οι δυο της κόρες, που τώρα ζουν  στο Σάο Πάολο (αντίθετα με τον πατέρα που έχει παραμείνει στις δικές του φυτίες καφέ στην επαρχία), αρνείται να δεχτεί την υποβίβασή της και συνεχίζει να έρχεται σε σύγκρουση με τους ανθρώπους γύρω της, αντιμετωπίζοντάς τους σαν αφέντης και εξακολουθώντας να θεωρεί τους μαύρους σαν κατώτερα όντα. Προβλήματα αντιμετωπίζει και η οικογένεια Νασιμέντο, με την πρώην σκλάβα μητέρα να έρχεται σε σύγκρουση με τους Σοάρες αλλά και με το νεαρό γιο της, που δείχνει να θέλει ν’ ακολουθήσει μια ψεύτικη ζωή στα ίχνη της οικογένειας Σοάρες.

Τα βασικά πρόσωπα στην ταινία είναι τρία: από την οικογένεια Σοάρες, η Μαρία, η κόρη που έχει γίνει καλόγρια και η αδερφή της Άνα, που ζει με τα φαντάσματα των νεκρών, απομονωμένη στο τεράστιο σπίτι της οικογένειας, και, από την οικογένεια Νασιμέντο, η μητέρα Ίνα, που κάποτε είχε απαρμνηθεί τη δική της θρησκεία, και που τώρα προσπαθεί να ξαναβρει το δρόμο της απαγορευμένης θρησκείας της φυλής της. Πλάι τους, κινούνται διάφορα άλλα πρόσωπα, η αυστηρή, ετοιμοθάνατη μητέρα των Σοάρες, Ισαβέλλα, ο μικρός γιος της Ινα και ο σύζυγος που, έχοντας ταξιδέψει και δουλέψει σε διάφορα μέρη, επιστρέφει τελικά στις ρίζες του, όπως βλέπουμε προς το τέλος της ταινίας.

Οι Γκοντάρντο και Ντρούτρα έφτιαξαν ένα είδος τοιχογραφίας της περιόδου, ιδωμένης όμως με μια κριτική, αναλυτική ματιά που φέρνει στο νου τον Μπρεχτ αλλά και το θεάτρο του Τσέχοφ, διεισδύοντας σε βάθος στην ανάπτυξη των χαρακτήρων, παρουσιάζοντάς τους όχι μόνο με τις αρετές αλλά και τις κακίες, τα πάθη και τις εμμονές τους – παράδειγμα ο χαρακτήρας της Άνας, με τον «μυστικό» της κήπο, όπου φυτεύει παράξενα αντικείμενα (και όχι μόνο), ή εκείνος της αινιγματικής γειτόνισσας της ή του Εντουάρντο, γόνου αριστοκρατικής οικογένειας (από την πλευρά του πατέρα) αλλά και σκλάβων (από την πλευρά της μητέρας), ενός συμπαθητικού, ρομαντικού προσώπου  που αγαπά την ποίηση αλλά που δεν μπορεί να ενταχθεί πουθενά.

Μια ταινία που, μέσα από το παρελθόν, σχολιάζει τη σημερινή φρικτή κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα σε μια Βραζιλία όπου κυριαρχούν ο ρατσισμός, η ωμότητα (το μεγαλύτερο ποσοστό από τις χιλιάδες των ανθρώπων που πεθαίνουν/δολοφονούνται κάθε χρόνο εξακολουθούν να είναι μαύροι) και η βία του κράτους, σε μια χώρα που την κυβερνά ένας θεολογικο-στρατιωτικός πρόδερος. Ταινία δοσμένη με  ένα ρεαλισμό, θα έλεγα μαγικό, που συνδυάζει το λυρισμό με το φανταζίστικο στοιχείο (ας μη ξεχνάμε πως ο Μάρκο Ντούτρα είναι φαν των ταινιών τρόμου), από τις πιο όμορφες και πιο πρωτότυπες που μας έδωσε η φετινή Μπερλινάλε.

Στο παιδικό, βουτηγμένο σε μια σκοτεινή ατμόσφαιρα, παραμύθι (1883) του Κάρλο Κορλότι, γύρω από τα κακοποιημένα παιδιά, στρέφεται στην ταινία του «Πινόκιο» ο Ιταλός σκηνοθέτης Ματέο Γκαρόνε, που είδαμε στο τμήμα «Ειδικές Προβολές». Παραμύθι που έχει μεταφερθεί αρκετές φορές και πριν στην οθόνη (ανάμεσά τους και ένα καρτούν από την Ντίσνεϊ). Τη φορά όμως αυτή, ο Γκαρόνε θέλησε να τη διασκευάσει με αληθινούς ανθρώπους, με τον Ρομπέρτο Μπενίνι στο ρόλο του φτωχού ξυλοκόπου που φτιάχνει τον Πινόκιο, μια μαριονέτα όμως με δική της ζωή, που μιλάει και κινείται, ακόμη και επαναστατεί (και που τον ερμηνεύει πολύ ωραία ο 8χρονος Φεντερίκο Λέλαπι).

Ο Γκαρόνε («Πρώτος έρωτας», «Γόμορρα», «Το παραμύθι των παραμυθιών», «Dogman») έφτιαξε μια ταινία που θα αρέσει σε παιδιά και σε μεγάλους, καταφέρνοντας να δώσει το αίσθημα αλλά και τη συγκίνηση με την όμορφη, εικαστικά και μουσικά προσεγμένη, αυτή αφήγηση του επαναστατημένου, ανυπάκοου Πινόκιο, τοποθετώντας τον σε ένα συγκεκριμένο κοινωνικό περιβάλλον (στη φτωχή, μίζερη Τοσκάνη του 19ου αιώνα), σχολιάζοντας ταυτόχρονα τις διάφορες κοινωνικές αδικίες (ο δικαστής που καταδικάζει τους αθώους και ελευθερώνει τους κακούς), και κινώντας γύρω του, με τρόπο εξαιρετικό, τα διάφορα άλλα, με ανθρώπινη μορφή, όντα (το τζτζίκι, τον γορίλα δικαστή, το σαλιγκάρι και, βέβαια, τη χαριτωμένη νεράιδα).

 Όσο για το επεισόδιο με τη μύτη του Πινόκιο που μεγαλώνει και μετατρέπεται σε μια τεράστια προβοσκίδα όταν αυτός λέει ψέματα, βρήκα ιδιαίτερα έξυπνη τη λύση που έδωσε ο σκηνοθέτης όταν ο Πινόκιο λέει ψέματα στον δικαστήν-γορίλα για να αθωωθεί από την άδικη καταδίκη, αποφάσισε η μύτη του να παραμείνει όπως ήταν, χωρίς δηλαδή να μεγαλώσει, δείχνοντας πως στην περίπτωση του άδικου δικαστή το ψέμα ήταν απαραίτητο.

Από τον μύθο της Ουντίνε (Udine) εμπνέεται ο Γερμανός σκηνοθέτης Κρίστιαν Πέτσολντ για την ομότιτλη ταινία του που προβλήθηκε στο διαγωνιστικό τμήμα του φεστιβάλ. Ο μύθος, γραμμένος από τον Φρίτριχ ντε λα Μοτ Φουκέ το 1811, και που χρησίμευσε σαν βάση του παραμυθιού «Η μικρή γοργόνα» του Αντσερσεν, αναφέρεται σε μια γοργόνα, την Ουντίνε, που αποκτά ψυχή και καταφέρνει να παντρευτεί ένα θνητό. Οταν όμως εκείνος την προδίδει αυτή τον δολοφονεί.

Η Ουντίνε της ταινίας είναι ιστορικός οδηγός που παρουσιάζει τα αναπτυξιακά σχέδια του δήμου, και η οποία, όταν ο άντρας που αγαπά την εγκαταλείπει για μιαν άλλη γυναίκα, πρέπει τον σκοτώσει και να επιστρέψει στο νερό. Ο Πέτσολντ όμως κάνει μιαν ανατροπή στην ιστορία, με την Ουντίνε να ερωτεύεται έναν άλλο άντρα, που την αγαπά με πάθος. Η Ουντίνε όμως πρέπει να επιστρέψει στο νερό όταν κάποια στιγμή αυτός αρχίζει να την αμφισβητεί για τα ψέματα που αυτή αναγκάζεται να του πει.

Αυτό που βασικά ενδιαφέρει τον Πέτσολντ είναι το θέμα του έρωτα, του αδύνατου έρωτα, όπως τον παρουσίασε και στις ταινίες του «Βαρβάρα» και «Το τραγούδι του Φοίνικα». Ένας όμως έρωτας τοποθετημένος σ’ ένα συγκεκριμένο κοινωνικοπολιτικό χώρο, εδώ στο Βερολίνο, ένα Βερολινο που αλλάζει συνεχώς και που καταστρέφει την όποια του παράδοση και ιστορία, όπως δείχνουν τα μοντέλα του Δήμου που παρουσιάζει κάθε τόσο στους επισκέπτες η ηρωίδα. Μοντέλα που δείχνουν τις συνεχείς καταστροφές για χάριν ενός δήθεν πολιτισμού.

«Το Βερολίνο είναι μια πόλη που ολοένα και περισσότερο σβήνει την ιστορία της», ανάφερε ο ίδιος ο Πέτσολντ. «Το Τείχος, που χαρκατήριζε την πρόσφατη ιστορία μας κατεδαφίστηκε πολύ γρήγορα. Ο τρόπος με τον οποίο καταπιανόμαστε με το παρελθόν και με την ιστορία στο Βερολίνο είναι βάναυσος». Ο Πέτσολντ συνδυάζει έντεχνα τη ρομαντική πλευρά της ιστορίας του (οι ερωτικές του σκηνές έχουν και αισθησιασμό και χάρη) με το φανταστικό στοιχείο, καταφέρνοντας να αποσπάσει μια πολύ ωραία ερμηνεία από την Πάουλα Μπέερ, στο ρόλο της Ουντίνε.   

ΑΠΟ: ΚΥΠΕ